- εξαμηνίτης, -ισσα, -ικο
- που έχει ηλικία ή διάρκεια έξι μηνών, που γεννήθηκε μετά εμβρυϊκή ηλικία έξι μηνών, ο εξαμηνίτικος.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
εξαμηνίτης — ισσα, ικο [εξάμηνος] αυτός που γεννήθηκε μετά από έξι μηνών εμβρυϊκή ζωή … Dictionary of Greek